ετεραρχία

ετεραρχία
η
η αιτιοκρατία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + -αρχία (< άρχω)
πρβλ. αν-αρχία, δυ-αρχία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βούληση — Η θέληση, η επιθυμία· επίσης πρόθεση, σκοπός. Η μυθική έννοια της β., αγνοημένη κάπως από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, πολλοί από τους οποίους εκθείαζαν αντίθετα την κατάσταση της αβουλίας ή αταραξίας, απέκτησε προοδευτικά αξία με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”